κηπεύς

κηπεύς
κηπ-εύς, [dialect] Dor.[pref] κᾱπ-, έως, ,
A gardener, Philyll.14, AP9.329 (Leon.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κηπεύς — κηπεύς, δωρ. τ. καπεύς, έως, ὁ (Α) [κήπος] κηπουρός …   Dictionary of Greek

  • κηπεύς — gardener masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπεῖς — κηπεύς gardener masc acc pl κηπεύς gardener masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”